χειρομάλαξη

χειρομάλαξη
[-ις (-εως)] η массаж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χειρομάλαξη" в других словарях:

  • χειρομάλαξη — η, Ν μάλαξη που γίνεται, για θεραπευτικό σκοπό, από ειδικευμένο άτομο με τα χέρια σε διάφορα σημεία τού σώματος πάσχοντος, κν. μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάλαξη (< μαλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. χειρομάλαξις, μαρτυρείται από το 1809 στο… …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»